- καρωτιδικός
- -ή, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρωτίδα2. φρ. α) «καρωτιδικός σωλήνας» — ευρύς οστέινος πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο εισέρχεται η έσω καρωτίδα στο κρανίοβ) «καρωτιδικό νεύρο» — κλάδος τού άνω αυχενικού συμπαθητικού γαγγλίου που ανέρχεται πίσω από την έσω καρωτίδα και σχηματίζει γύρω απ' αυτήν το καρωτιδικό πλέγμαγ) «καρωτιδικός βολβός» ή «καρωτιδικός κόλπος» — διευρυσμένο τμήμα τής έσω καρωτίδας κοντά στην έκφυσή της από την κοινή καρωτίδα.
Dictionary of Greek. 2013.